οίκα

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515

Greek Monolingual

οἶκα (Α)
ιων. τ. ἔοικα, μού φαίνεται, νομίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. έοικα].