οίκα

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

Greek Monolingual

οἶκα (Α)
ιων. τ. ἔοικα, μού φαίνεται, νομίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. έοικα].