οίσπη

From LSJ

Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib

Menander, Monostichoi, 324

Greek Monolingual

οἴσπη, ἡ (Α)
κοπριά και, ιδίως, οι ακαθαρσίες που προσκολλώνται στα οπίσθια τών αιγοπροβάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. γρφ. της λ. οἰσύπη, ενώ κατ' άλλους ο τ. έχει σχηματιστεί με συγκοπή].