οβριμόπαις

From LSJ

Βροτοῖς ἅπασι κατθανεῖν ὀφείλεται → Reddenda cunctis vita tamquam debitum → Den Tod erleiden schulden alle Sterblichen

Menander, Monostichoi, 69

Greek Monolingual

ὀβριμόπαις, -αιδος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ισχυρά παιδιά («Ρείης ὀβριμόπαιδος», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + παῖς.