ογκόλιθος
From LSJ
Greek Monolingual
ο
1. ακατέργαστος λίθος μεγάλων διαστάσεων, ογκώδης λίθος
2. τεχνολ. συμπαγές δομικό υλικό μεγάλων διαστάσεων που χρησιμοποιείται κυρίως στα λιμενικά έργα
3. μτφ. καθετί που έχει πολύ μεγάλη σπουδαιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όγκος (Ι) + λίθος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Αν. Σούλη].