οδοδείκτης

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source

Greek Monolingual

και οδοδείχτης, ο (Μ ὁδοδείκτης)
νεοελλ.
πινακίδα σε διασταύρωση οδών που δείχνει τις κατευθύνσεις και τις χιλιομετρικές αποστάσεις προς τα πλησιέστερα κατοικημένα σημεία
μσν.
αυτός που προπορεύεται και δείχνει τον δρόμο, ο οδηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + δείκτης.