οδοκαθαριστής

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

ο
υπάλληλος δήμου ή κοινότητας για τον καθαρισμό τών δρόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα 'Αστυ].