οδοντοξέστης

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

Greek Monolingual

ο (Α ὀδοντοξέστης)
εργαλείο που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -ξέστης (< ξέω «σκαλίζω, λειαίνω»), πρβλ. επιξέστης.