οδοντοσκόπιο

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314

Greek Monolingual

το
μικρό στρογγυλό κάτοπτρο που χρησιμεύει στην εξέταση τών οργάνων της στοματικής κοιλότητας και, κυρίως, την ανίχνευση τών χαλασμένων δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -σκόπιο (< -σκόπος), πρβλ. στοματοσκόπιο].