οδοντοφυής
From LSJ
διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent
Greek Monolingual
ὀδοντοφυής, -ές (Α)
(για τους Σπαρτούς, δηλαδή τους Καδμείους) αυτός που γεννήθηκε από δόντι δράκοντα («δράκοντος γένναν ὀδοντοφυῆ» Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. κερατοφυής].