οικητήρ

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287

Greek Monolingual

οἰκητήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. οἰκήτειρα (Α)
κάτοικος («οἰκητῆρα τόπων τῶν ἐνθάδε», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. κοσμητήρ, κινητήρ)].