οικοδιδάσκαλος

From LSJ

Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand

Menander, Monostichoi, 411

Greek Monolingual

ο, θηλ. οικοδιδασκάλισσα
δάσκαλος που διδάσκει στο σπίτι του μαθητή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + διδάσκαλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1818 στον Κ. Κούμα].