οικόσημο
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
Greek Monolingual
το
1. διακριτικό σήμα αριστοκρατικής οικογένειας με παράσταση ζώου, φυτού ή άλλου αντικειμένου, το οποίο χρησίμευε ως έμβλημα της οικογένειας αυτής
2. (γενικά) α) έμβλημα
β) διακριτικό σήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + σήμα (πρβλ. οδόσημο, ορό-σημο). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στο περιοδικό (Νέα) Πανδώρα].