οικόσημο
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ -> The unexamined life is not worth living
Plato, Apology of Socrates 38aGreek Monolingual
το
1. διακριτικό σήμα αριστοκρατικής οικογένειας με παράσταση ζώου, φυτού ή άλλου αντικειμένου, το οποίο χρησίμευε ως έμβλημα της οικογένειας αυτής
2. (γενικά) α) έμβλημα
β) διακριτικό σήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + σήμα (πρβλ. οδόσημο, ορό-σημο). Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στο περιοδικό (Νέα) Πανδώρα].