οινομήτωρ

From LSJ

Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt

Menander, Monostichoi, 130

Greek Monolingual

οἰνομήτωρ, -ορος, ἡ (Α)
(για την άμπελο) η μητέρα του οίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -μητωρ (< μήτηρ), πρβλ. θεομήτωρ].