Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
οἰστρηδόν (Α)με οίστρο, με μανία.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. κνκληδόν)].