οιόβιος

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source

Greek Monolingual

οἰόβιος, -ον (Α)
1. αυτός που ζει μόνος
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «αὐθαίρετος, μονότροπος, μεμονωμένος τῷ λογισμῷ, ἐκτὸς φρενῶν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + βίος (πρβλ. ολιγόβιος)].