διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one
οἰόβιος, -ον (Α)1. αυτός που ζει μόνος2. (κατά το λεξ. Σούδα) «αὐθαίρετος, μονότροπος, μεμονωμένος τῷ λογισμῷ, ἐκτὸς φρενῶν».[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + βίος (πρβλ. ολιγόβιος)].