οιόγαμος

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source

Greek Monolingual

οἰόγαμος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) μονόγαμος («εἰ δέ τις ἡμῖν μέμφεται, ἐν πενίη μιμνέτω οἰογάμῳ», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + γάμος (πρβλ. πικρόγαμος)].