πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
οἰόζωνος, -ον (Α)αυτός που ταξιδεύει μόνος, μονόζωνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύζωνος].