οιόζωνος

From LSJ

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source

Greek Monolingual

οἰόζωνος, -ον (Α)
αυτός που ταξιδεύει μόνος, μονόζωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύζωνος].