οκτάβλωμος

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438

Greek Monolingual

ὀκτάβλωμος, -ον (Α)
(για άρτο) αυτός που αποτελείται από οκτώ βλωμούς, από οκτώ μπουκιές («ἄρτον δειπνήσας, τετράτρυφον, ὀκτάβλωμον», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκτα- (βλ. λ. οκτώ) + βλωμός «μπουκιά»].