ολίγανδρος

Greek Monolingual

ὀλίγανδρος, -ον (Α)
αυτός που παρουσιάζει ολιγανδρία, που έχει σπανιότητα ανδρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. πολύανδρος].