ολιγογόνατος

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source

Greek Monolingual

ὀλιγογόνατος, -ον (Α)
(για καλάμι) αυτός που έχει λίγα γόνατα, δηλ. λίγους κόμβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + γόνατον, πρβλ. πολυγόνατος].