ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
ὀλοφυδνός, -ή, -όν (Α)1. άξιος θρήνου, λυπηρός, οδυνηρός, θρηνώδης («ἔπος δ' ὀλοφυδνόν ἔειπε», Ομ. Ιλ.)2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὀλοφυδνάμε θρηνώδη τρόπο, αξιοθρήνητα, λυπηρά.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ολοφύρομαι].