ολόμαλλος

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

-η, -ο- κατασκευασμένος, αποτελούμενος εξ ολοκλήρου από μαλλί («ολόμαλλο ύφασμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)- + μαλλί. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 την εφημερίδα Παλιγγενεσία].