ολόσχοινος

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

ο (Α ὁλόσχοινος)
είδος σχοίνου πολύ σαρκώδους και παχύτερου από τους άλλους («πρὸς γὰρ τὰ πλέγματα χρησιμώτερος ὁ ὁλόσχοινος, διὰ τὸ σαρκῶδες καὶ μαλακόν», Θεόφρ.)
αρχ.
1. ως επίθ. ὁλόσχοινος, -ον
ο κατασκευασμένος από λυγαριά
2. παροιμ. «ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ» — να κλείνεις το στόμα κάποιου χωρίς κόπο, επειδή τους ολοσχοίνους τους έβρεχαν για να είναι πιο ανθεκτικοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅλ(ο)- + σχοῖνος (πρβλ. οξύσχοινος)].