ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν → forgive us our trespasses
ὁμήρης, -ες (Α)ιων. τ. αυτός που συνυπάρχει με κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ήρης (< ἀραρίσκω «συναρμόζω»). Βλ. και λ. όμηρος (Ι)].