ομβρία

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source

Greek Monolingual

ὀμβρία, ἡ (Α)
1. όμβρος, βροχή
2. είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ουσιαστικό που έχει σχηματιστεί, πιθ., κατ' αποκοπή από το σύνθ. ανομβρία].