ομμάτιον

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524

Greek Monolingual

το (Α ὀμμάτιον)
μικρό μάτι, ματάκι
νεοελλ.
1. οφθαλμός, μάτι
2. ναυτ. μικρός δακτύλιος από δετηρία στα άκρα τών ιστίων για την πρόσδεσή τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του ὄμμα: ὀμμάτ-ιον (> ὀμμάτιν > ὀμμάτι > μάτι. Ας σημειωθεί ότι τα σύνθ. του τύπου μαυρομάτης (και κύριο όνομα), γαλανομάτης κ.τ.ό. είναι νεώτερα, από τη λ. μάτι και όχι από το ὄμμα. Άρα το ορθό είναι Μαυρομάτης (μάτι) και όχι Μαυρομμάτης (ὄμμα)].