ομοιοκλινής

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342

Greek Monolingual

ὁμοιοκλινής, -ές (Α)
1. αυτός που έχει όμοια κλίση
2. αυτός που βρίσκεται στο ίδιο γεωγραφικό πλάτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -κλινής (< κλίνω), πρβλ. ισοκλινής].