ομοσπονδία
Ἔνεγκε λύπην καὶ βλάβην εὐσχημόνως → Damna ac dolores disce generose pati → Mit schicklichem Anstand trage Trauer und Verlust
Greek Monolingual
η
1. ένωση πολλών επιμέρους κρατών τα οποία συγκροτούν ένα ενιαίο κράτος και τών οποίων οι σχέσεις δεν εξαρτώνται από το διεθνές δίκαιο αλλά από το εσωτερικό δίκαιο του νέου κράτους και από το σύνταγμά του («Ελβετική Ομοσπονδία»)
2. συνδικαλιστική οργάνωση επιμέρους οργανώσεων, συλλόγων, σωματείων με κοινούς σκοπούς, υπό ενιαία διεύθυνση και διοίκηση (α. «Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαιδεύσεως» β. «Ομοσπονδία Πολυτέκνων»)
3. δευτεροβάθμια οργάνωση στην οποία ανήκουν όλες οι πρωτοβάθμιες οργανώσεις ή σωματεία του ίδιου κλάδου και η οποία αποτελεί μέλος μιας μεγαλύτερης ένωσης, όπως λ.χ. της συνομοσπονδίας (α. «Ομοσπονδία Οικοδόμων» β. «Ομοσπονδία Τραπεζοϋπαλληλικών Οργανώσεων Ελλάδος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομόσπονδος. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αν. Πολυζωίδη].