ομόσπονδος
From LSJ
οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁμόσπονδος, -ον)
νεοελλ.
(για κράτη) αυτός που αποτελεί ομοσπονδία με κάποιον άλλο, που αποτελεί τμήμα μιας ομοσπονδίας («οι ομόσπονδες πολιτείες της Ελβετίας»)
αρχ.
1. αυτός που μετέχει σε σπονδές
2. αυτός που συνδέεται με κάποιον με σπονδές, με συνθήκες, σύμμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + σπονδή (πρβλ. παράσπονδος)].