ομοχρώματος
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
Greek Monolingual
ὁμοχρώματος, -ον (Α)
ομόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -χρώματος (< χρώμα, -ατος), πρβλ. μονοχρώματος].