ομοχρώματος

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source

Greek Monolingual

ὁμοχρώματος, -ον (Α)
ομόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -χρώματος (< χρώμα, -ατος), πρβλ. μονοχρώματος].