ομφαλοκυστικός

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. ανατ. αυτός που αναφέρεται στον ομφαλό και στην ουροδόχο κύστη
2. φρ. «ομφαλοκυστικοί σύνδεσμοι»
ανατ. τρεις χορδές συνδετικού ιστού που συνδέουν τον ομφαλό με την ουροδόχο κύστη και ανασηκώνουν το περιτόναιο σε πτυχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + κυστικός (< κύστη)].