ομφαλοκυστικός

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. ανατ. αυτός που αναφέρεται στον ομφαλό και στην ουροδόχο κύστη
2. φρ. «ομφαλοκυστικοί σύνδεσμοι»
ανατ. τρεις χορδές συνδετικού ιστού που συνδέουν τον ομφαλό με την ουροδόχο κύστη και ανασηκώνουν το περιτόναιο σε πτυχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + κυστικός (< κύστη)].