ομόψυχος

From LSJ

ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ὁμόψυχος, -ον)
αυτός που έχει τα ίδια συναισθήματα, ομόθυμος
αρχ.
προικισμένος με την ίδια ψυχή.
επίρρ...
ομοψύχως και ομόψυχαὁμοψύχως)
με μία ψυχή, με μία γνώμη, με ομόνοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ισό-ψυχος, μεγαλό-ψυχος].