ονάλα

From LSJ

κατ' ἐπιταγήν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ → by command of the eternal God, by command of God eternal

Source

Greek Monolingual

ὀνάλα, ἁ (Α)
(θεσσαλικός τ.) ανάλωμα, δαπάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλῶ (για την πρόθεση ον
βλ. λ. ανα-), πιθ. αναλογικά προς το ουσ. δαπάνη. Στην Αρκαδική, αντίθετα, μαρτυρείται τ. δαπανούμενα, κατά το ἀναλούμενα].