το (Α ἀνάλωμα και ἀνήλωμα)
δαπάνη, έξοδο
αρχ.
1. ζημιά, βλάβη, απώλεια
2. αναθυμίαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναλίσκω. Το -η- της ρηματ. αυξήσεως του ἀναλίσκω (ἀνήλωσα κ. τ. ό), επεκτάθηκε καταχρηστικά και σε άλλους τύπους, ακόμη και ουσιαστικά, όπως ο παράλληλος τ. ἀνήλωμα].