ονέλαφος

From LSJ

διὰ χαρίτων γίγνεσθαί τινι → be pleasing to one

Source

Greek Monolingual

ὀνέλαφος, ὁ (Α)
είδος αντιλόπης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ἔλαφος (πρβλ. ιππέλαφος)].