ονείον

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source

Greek Monolingual

ὀνεῖον, τὸ (Α) όνος
(κατά το λεξ. Σούδα) στάβλος για όνους.