ονίνημι
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
Greek Monolingual
(ΑΜ ὀνίνημι, Α μέσ. τ. και ὀνοῦμαι, -έομαι)
ωφελώ, βοηθώ, ευεργετώ κάποιον
αρχ.
1. προκαλώ χαρά και ευχαρίστηση σε κάποιον
2. (η ευκτ. αορ. για διαμαρτυρία ή για ευχή) (ιδίως το β' πρόσ.) ὄναιο
να χαίρεσαι, να χαρείς
3. (η μτχ. εν. αρσ. μέσ. αορ. β') ὀνήμενος
ευτυχισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το σύστημα του ρ. ὀνίνημι έχει σχηματιστεί από θ. ὀνᾱ- / ὀνη- (πρβλ. ὄνη-σις, ὀνή-τωρ, αόρ. ὤνησα, μέλλ. ὀνή-σω). Ο ενεστ. ὀ-νί-νη-μι (με ενεστωτικό διπλασιασμό και προθεματικό φωνήεν ο- και τα παράγωγά του ανάγονται πιθ. σε ρίζα με λαρυγγικό φθόγγο -ә3n-eә2 (ή -H3n-eH2). Ο αόρ. ὠνάμην είναι νεώτερος του ὠνήμην, όπως και ο μέσος ενεστ. ὀνίναμαι, είναι υστερογενής, σχηματισμένος αναλογικά προς το ἵσταμαι. Προβλήματα γεννά η μαρτυρία στη Μυκηναϊκή ενός τ. ono (που σήμαινε πιθ. «όφελος»), ο οποίος θα πρέπει να αναχθεί σε ρίζα ә3en (H3en). Έχει προταθεί, τέλος, η σύνδεση του ρήματος με το αρχ. ινδ. nā-tha- «αρωγή, βοήθεια». Το θ. του ρήματος ὀνίνημι εμφανίζεται σε έναν μεγάλο αριθμό ανθρωπωνυμίων (πρβλ. Ὀνήτωρ, Ὀνήτης) και συγκεκριμένα σε σύνθ. ανθρωπωνύμια με α' συνθετικό Ὀνᾱσι
/ Ὀνησι- του τύπου τερψίμβροτος (πρβλ. Ὀνασαγόρας, Ὀνασίθεμος, Ὀνασίκυπρος, Ὀνησίβιος, Ὀνάσανδρος, Ὀνασίλος, Ὀνασώ)].