ονοθρίαμβος

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source

Greek Monolingual

ὀνοθρίαμβος, ὁ (Μ)
ονομασία σατυρικού ποιήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + θρίαμβος.