ονόκομβος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
Greek Monolingual
ο
ναυτ. είδος απλού κόμπου που χρησιμεύει στην πρόχειρη συνένωση σχοινιών, κν. γαϊδουρόκομπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κόμβος. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].