γαϊδουρόκομπος

From LSJ

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source

Greek Monolingual

ο
1. ο κόμπος του σκοινιού με το οποίο δένουν τον γάιδαρο
2. ναυτ. κόμπος που ενώνει δυο σκοινιά και είναι δύσκολο να λυθεί.