οξίνιση

From LSJ

Οὐκ ἔσθ' ὑγιείας κρεῖττον οὐδὲν ἐν βίῳ → Nil sanitate vita habet beatius → Nichts gibt's im Leben als Gesundheit Besseres | Gesundheit ist des Lebens allerhöchstes Gut

Menander, Monostichoi, 408

Greek Monolingual

η οξινίζω
1. το ξίνισμα, η μετατροπή σε ξινό, σε ξίδι
2. αλλοίωση τροφής με μεταβολή της γεύσης της σε όξινη, εξαιτίας οξικής ζύμωσης.