οξυγονοκολλώ

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

-άω
συγκολλώ μεταλλικά τεμάχια με τη χρήση οξυακετυλινικής φλόγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυγόνο + κολλώ].