ηδυλάλος
From LSJ
Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein
Greek Monolingual
ἡδυλάλος, -ον (Α)
επιγρ. ηδυλόγος, γλυκόλογος, γλυκόλαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -λαλος (< λάλος, υποχωρητικό παράγ. του λαλώ), πρβλ. ερημολάλος, χρηστολάλος.