οπισθόψιλος

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

ὀπισθόψιλος, -ον (Α)
φαλακρός στο πίσω μέρος του κεφαλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο)- + ψιλός.