Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οπλαρχηγός

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176

Greek Monolingual

ο
εθελοντής αρχηγός ομάδας μαχητών η οποία φέρει όπλα και είναι ικανή να διεξάγει ένοπλο αγώνα αλλά δεν ανήκει σε τακτικό στρατό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στα Έγγραφα Ελληνικής Κυβερνήσεως].