οπλασκία
From LSJ
Greek Monolingual
η
στρ.
1. συστηματική εκπαίδευση τών ανδρών τών ενόπλων δυνάμεων και τών σωμάτων ασφαλείας στον χειρισμό τών φορητών όπλων
2. επίδειξη ασκήσεων ένοπλων στρατιωτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + -ασκία (< ἀσκῶ), πρβλ. ξιφ-ασκία. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].