οραματιστής
From LSJ
Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall
Greek Monolingual
ο, θηλ. οραματίστρια (Α ὁραματιστής) οραματίζομαι
αυτός που βλέπει οράματα, οπτασίες
νεοελλ.
αυτός που έχει οράματα, ευγενή σχέδια, συλλήψεις και πόθους για ένα καλύτερο μέλλον και αγωνίζεται με ζήλο για αυτά.