ὁραματιστής

English (LSJ)

ὁραματιστοῦ, ὁ, visionary, Sm. Is.56.10.

German (Pape)

[Seite 367] ὁ, der Gesichte, Erscheinungen hat, erst Sp.

Greek Monolingual

ο, θηλ. οραματίστρια (Α ὁραματιστής) οραματίζομαι
αυτός που βλέπει οράματα, οπτασίες
νεοελλ.
αυτός που έχει οράματα, ευγενή σχέδια, συλλήψεις και πόθους για ένα καλύτερο μέλλον και αγωνίζεται με ζήλο για αυτά.