Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ορεομήκης
Greek Monolingual
ὀρεομήκης, -ες (Α) αυτός που έχει ύψος βουνού, ο ψηλός σαν βουνό («ὀρεομήκεις χιόνες»). [ΕΤΥΜΟΛ.< θ. ὀρεο- (βλ. λ.όρος [II]) + -μήκης (<μῆκος), πρβλ. ουρανομήκης].