ορθρεύω

From LSJ

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source

Greek Monolingual

ὀρθρεύω (Α) όρθρος
1. (ενεργ. και μέσ.) ξυπνώ πολύ πρωί
2. επαγρυπνώ, βρίσκομαι σε εγρήγορση.